Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τοῦ κύρτου

См. также в других словарях:

  • δεκαπεντάγωνο — Πολύγωνο που έχει δεκαπέντε γωνίες και επομένως, δεκαπέντε πλευρές. Αν η περιφέρεια ενός κύκλου διαιρεθεί σε 15 ίσα μέρη και συνδέσουμε με ευθείες τα σημεία της διαίρεσης ανά ένα, δύο, τέσσερα και εφτά παίρνουμε αντίστοιχα τις πλευρές… …   Dictionary of Greek

  • πρίσμα — I Στη γεωμετρία ονομάζεται έτσι κάθε στερεό, που περιορίζεται από τμήματα επιπέδων (έδρες) τέτοια, ώστε δύο από αυτά να είναι πολύγωνα ίσα μεταξύ τους, με τα επίπεδά τους παράλληλα (βάσεις) και τα άλλα παραλληλόγραμμα (παράπλευρες έδρες). Οι… …   Dictionary of Greek

  • κριός — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 53 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ορεστιάδος του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, 165 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριγώνου. II (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου… …   Dictionary of Greek

  • πλέγμα — Συγκρότημα νεύρων ή αιμοφόρων αγγείων, που συνδέονται στενά μεταξύ τους, έτσι που να σχηματίζουν ένα είδος δικτύου. Υπάρχουν πλέγματα στο νευρικό και στο κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών. Σχετικά με τον άνθρωπο πρέπει να …   Dictionary of Greek

  • δεκάγωνο — Πολύγωνο που έχει δέκα γωνίες και, επομένως, δέκα πλευρές. Κανονικό δ. λέγεται εκείνο που έχει όλες τις πλευρές και όλες τις γωνίες του ίσες. Το κανονικό δ., όπως όλα τα κανονικά πολύγωνα, μπορεί να εγγραφεί και να περιγραφεί σε έναν κύκλο. Αν… …   Dictionary of Greek

  • Σάλιοι — Ρωμαίοι ιερείς, που ανήκαν σε ενιαία οργάνωση ή αδελφότητα, την οποία αποτελούσαν δυο δωδεκαμελείς ομάδες που λέγονταν σάλιοι παλατίνοι και σάλιοι κολλίνοι. Οι ιερείς αυτοί υπηρετούσαν την τριάδα Ζευς, Άρης και Κουϊρίνος. Φορούσαν πολεμική στολή… …   Dictionary of Greek

  • αγκ- — Γλωσσ. ρίζα, που προέρχεται από την ινδοευρωπαϊκή *ank (= κάμπτω, κλίνω), με πολλά παράγωγα, τόσο στην ελληνική όσο και στις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, στα οποία προσδίδει τη σημασία τού κυρτού, τού καμπύλου. Η ρίζα αυτή εμφανίζει επίσης… …   Dictionary of Greek

  • αντικόρακο — το το έξω μέρος του κορακιού, του κυρτού τμήματος της πλώρης …   Dictionary of Greek

  • γύπας — ο (AM γύψ, Μ και γύπας) αρπακτικό πουλί που μοιάζει με αετό, όρνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία πουλιού (πρβλ. γλαυξ, γρυψ, σκωψ). Στον τ. γυψ απαντά το θ. γυ «οτιδήποτε κυρτωμένο, σπηλιά» (πρβλ. γύαλον) με παρέκταση σε π , πιθ. εξαιτίας τού κυρτού ράμφους …   Dictionary of Greek

  • κυρτότητα — η (Α κυρτότης, ητος) [κυρτός] 1. η ιδιότητα τού κυρτού, κύρτωμα, καμπούριασμα («τὴν Πλάτωνος... κυρτότητα καὶ τὴν Ἀριστοτέλους τραυλότητα», Πλούτ.) 2. (για γραμμή) καμπυλότητα («ἡ τοῡ μείζοντος κύκλου περιφέρεια καὶ κυρτότης... γίνηται ἐλάττονος… …   Dictionary of Greek

  • κυρτότητα — η η ιδιότητα του κυρτού, το φουσκωτό, η καμπυλότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»